Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Ένα συγκλονιστικό γραφτό.....

Αυτά τα λόγια απηύθυνε ένας φωτισμένος δάσκαλος στους µαθητές του, στο 2ο ΕΠΑΛ Αχαρνών για την επέτειο της 25ης Μαρτίου...

Απολαύστε και σεις αυτά που είπε σε 17χρονα παιδιά και κάντε τις συγκρίσεις...


Σκέφτηκα να σου µιλήσω για τον Καραϊσκάκη,
Αλλά το µυαλό σου θα πάει στο γήπεδο.
Σκέφτηκα να σου µιλήσω για το 21,
Αλλά ο νους σου θα πάει στην Ορίτζιναλ.
Συλλογίστηκα πολύ, για να καταλήξω αν αξίζει
Να σε ταλαιπωρήσω για κάτι τόσο µακρινό, τόσο ξένο.
Δύο αιώνες πίσω κάποια γεγονότα
Τι να λένε σε σένα; Σε εσένα που ßιάζεσαι να φύγεις,
Να πας για τσιγάρο, για καφέ ή για κάτι άλλο.
Θα σου µιλήσω λοιπόν προσωπικά.

Εγώ ο δάσκαλος που δούλεψα ένα χρόνο σε αυτό το σχολείο
Και σε δεκαπέντε µέρες φεύγω για αλλού
Σε εσένα που είσαι εδώ ένα, δύο, τρία
Ή και περισσότερα χρόνια,
Θα σου µιλήσω σταράτα
Για να σου εκφράσω δυο σκέψεις µου.
Οι µαθητές που συνάντησα µέσα στις τάξεις,
Οι µαθητές που δίδαξα φέτος
Στην συντριπτική τους πλειονότητα µε σεßάστηκαν,
Αν και δεν ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις του µαθήµατος.
Πολλοί όµως από τους υπόλοιπους µαθητές
Δε µε σεßάστηκαν, µε προσέßαλαν κατ' επανάληψη.
Με έργα, µε λόγια, µε ύßρεις,
Δείχνοντας ένα χαρακτήρα και ένα ήθος
Που µε σόκαρε, που µε έßαλε σε µελαγχολικές σκέψεις.
Αυτό το φαινόµενο αποδεικνύει
Πως κάτι σάπιο υπάρχει σε αυτό το σχολείο,
Πως εκτός του γνωστικού ελλείµµατος
Το συγκεκριµένο σχολείο χωλαίνει δραµατικά
Και στο ηθικοπλαστικό του έργο,
Στη διαµόρφωση δηλαδή των µαθητικών ψυχών και πνευµάτων.
Και η ευθύνη για αυτήν την αποτυχία
Είναι ευθύνη αποκλειστικά δική µας,
Των δασκάλων σας και των γονιών σας.
Δεν έχουµε κατορθώσει να σας δείξουµε
Πως χωρίς αρχές η ζωή σας αύριο θα είναι µια κόλαση,
Πως χωρίς όνειρα και στόχους θα χρειαστείτε υποκατάστατα,
Θα καταφύγετε πιθανόν σε επιλογές που θα σας ξεφτιλίσουν,
Θα σας κάνουν να σιχαίνεστε τον εαυτό σας,
Θα σας γεµίσουν τη ζωή πλήξη και κούραση,
Θα σας γεράσουν πρόωρα.




Αν όµως θέλετε µια συµßουλή από ένα δάσκαλο,
Σκεφτείτε το παράδειγµα του Μακρυγιάννη,
Που έφτασε αγράµµατος µέχρι τα πενήντα σχεδόν,
Για να καταλάßει τότε πως η µόρφωση, η καλλιέργεια
Ήταν το όπλο που έλειπε από την προσωπική του θήκη..
Και κάθισε µε πολλή δυσκολία και χωρίς δάσκαλο
Και έµαθε πέντε κολλυßογράµµατα,
Για να µας πει την ιστορία του ßίου του,
Το παραµύθι της επανάστασης των υπόδουλων Ρωµιών.
Αυτό το παράδειγµα είναι για σένα το πιο κατάλληλο,
Και µπορείς τριάντα χρόνια νωρίτερα από τον στρατηγό Μακρυγιάννη
Να ακολουθήσεις το δρόµο που εκείνος έδειξε,
το µονοπάτι της καλλιέργειας, το δρόµο της παιδείας,
Τη λεωφόρο της προσωπικής σου προκοπής.
Δεν είστε σε τίποτε λιγότερο ικανοί από
Τον µπάσταρδο γιο της καλογριάς, τον Αρßανίτη Γιώργη Καραϊσκάκη.
Ήταν κι αυτός αθυρόστοµος σαν κι εσάς,
Αλλά είχε αυτό που από τα αλßανικά µάθαµε σαν µπέσα,
Ήταν πάνω απ´ όλα µπεσαλής.
Αυτό θα 'θελα να έχετε κι εσείς.
Υπευθυνότητα, µπέσα, τσίπα.
Να αναλαµßάνετε τις ευθύνες σας,
Να απεχθάνεστε την υποκρισία, να σιχαίνεστε το συµφέρον,
Να µισείτε το ψέµα και την ευθυνοφοßία.




Η αγάπη για τον τόπο του, η λατρεία για την πατρίδα του
Ήταν αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του Νικήτα Σταµατελόπουλου,
του Νικηταρά.
Αγωνίστηκε στη διάρκεια της επανάστασης,
Συνέßαλε στην απελευθέρωση της πατρίδας του
Κι έπειτα φυλακίστηκε,
Για να χαθεί σ' ένα στενοσόκακο του Πειραιά,
Σχεδόν τυφλωµένος, πάµπτωχος και εγκαταλειµµένος από όλους,
Δε ζήτησε τίποτε από την ελεύθερη Ελλάδα
Κι όταν οι γύρω του τον παρακινούσαν να απαιτήσει
Από την κυßέρνηση µια πλούσια σύνταξη,
Απαντούσε πως η πατρίδα τον αµείßει πολύ καλά,
Λέγοντας ψέµατα, για να µην προσßάλει την πατρίδα του.
Είναι δύσκολο, το κατανοώ, το παράδειγµα του Νικηταρά.
Αλλά νοµίζω πως κι εσείς είστε ικανοί για τα δύσκολα,
Μπορείτε να ακολουθήσετε το δρόµο της αξιοπρέπειας,
Να προσπαθήσετε τίµια και µε αγωνιστικότητα
Για εσάς και για το µέλλον της οικογένειας που
Αύριο θα κάνετε.

Ξέρω, καταλαßαίνω, αντιλαµßάνοµαι
Πως σας προτείνω µια διαδροµή ζωής δύσκολη και απαιτητική,
Όταν δίπλα σας κυριαρχεί ο εύκολος δρόµος
των γονιών, των δασκάλων, των πολιτικών,
της εποχής στην οποία µεγαλώνετε.
Όµως κάθε εποχή ελπίζει στους νέους της,
Περιµένει από αυτούς να σηκώσουν ψηλά
Και µε επιτυχία τη σηµαία του αγώνα
και να οδηγήσουν την πατρίδα τους, τον τόπο τους
σε καλύτερες µέρες, σε πιο φωτεινές σελίδες.
Κι όταν ßλέπω την εποχή µας
Να µαραζώνει χωµένη στην αλλοτρίωση,
Να ξεψυχά από την τηλεοπτική ανία,
Να µουχλιάζει από το κυνήγι της ευκολίας,
Μόνο σε εσάς ελπίζω,
Στην ειλικρινή σας διάθεση
να αγωνιστείτε,
να αντισταθείτε,
να πολεµήσετε,
να νικήσετε.
Μη µας απογοητεύσετε...

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Σολωμόντια η δέουσα απάντηση...


 Του Γιάννη Ξανθούλη
 Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών
 αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες
 πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η
 ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια
 πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο
 σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους ... Να ξαναγίνουμε φτωχοί
 όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν
 μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε
 να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια
 μας και οι αυθεντικοί ζήτου λες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές
 περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου.

 Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι
 αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας
 κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη
 γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε
 εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της
 Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το
 κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ.

 Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα
 βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε
 από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που
 κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν
& nbsp;αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα
 δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του
 χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να
 εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας
 ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους.

 Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το
 βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή
 χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό
 φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως
 τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας .

 Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα
 δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα
 πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργα σίες. Να
 απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν
 σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και
 οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο
 μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των
 κήπων μας .

 Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι ό,τι τέλος πάντων
 απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης
 ανέχειας ... Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα
 «τραύματα» των παιδιών. Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις
 από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα
 και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.

 Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον
 Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που
 σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν
 με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων.
 Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν.
 Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε
 την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια ...

 ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος
 ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που
 σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με
 το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η
 ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο
 τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει
 τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα
 στη Συγγρού; Ποιος θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής
 ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν
 άλλες υποχρεώσεις ...

 Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν
 παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για
 τριτοκοσμικούς. Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής
 σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των
 λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να
 φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω
 πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να
 αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών
 μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει ...

 ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.

 Μια απάντηση στον Ξανθούλη...

 Της Eλευθερίας Τσακιροπούλου


 Να ξαναγίνετε φτωχοί χωρίς εμένα.  Η δική μου γιαγιά ήρθε από απέναντι
 μόνο με το φουστάνι που φόραγε και κατάφερε δουλεύοντας σκληρά να
 μεγαλώσει τα παιδιά της, να προκόψει (έτσι το λέγαμε τότε) να δει τα
 εγγόνια της να σπουδάζουν χωρίς να χρειάζονται ακριβοπληρωμένα
 φροντιστήρια και μια φορά το χρόνο γριά πια να επιφυλλάσει στον εαυτό της
 τη μέγιστη πολυτέλεια ενός ζευγαριού παπουτσίων από τον Σκλιά.

 Εμένα δεν μου άρεσε η λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια  μου. Μου άρεσαν οι
 πικροδάφνες στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η μυρωδιά στα Αναφιώτικα, οι
 νερατζιές στη Πανεπιστημίου, η θέα της Ακρόπολης από τη Πατησίων. Μου
 άρεσε να διαβάζω στο Θέτρο του Διονύσου Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη, να
 βλέπω παραστάσεις στο υπόγειο του Κουν και στο Ηρώδειο.  Μου άρεσε ο
 Χατζηδάκης και ο Τσαρούχης.  Αυτά ήταν η πατρίδα μου και αυτά με έκαναν να
 την ονειρεύομαι χωρίς λασπόδρομους, ζήτουλες και ψευδοξανθιές.

 Τίμια ήμουν ανέκαθεν και το ίδιο έμαθα και στο παιδί μου.  Δουλέυω από την
 ημέρα που τελείωσα το λύκειο. Δούλευα και σπούδαζα χωρίς φοιτητική άδεια
 γιατί ο τότε διευθυντής μου έλεγε το αμίμητο «Δεσποινίς μου πρέπει να
 διαλέξετε ή φοιτήτρια θα είστε ή εργαζόμενη».  Και διάλεξα και τα δύο. Και
 τα κατάφερα και στα δύο. Και παράλληλα έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Και
 πλήρωνα και πληρώνω σκληρούς φόρους, χωρίς ποτέ  μα ποτέ να έχω κρύψει
 ούτε δραχμή των εισοδημάτων μου.

 Ναι λοιπόν δουλεύω 10 ώρες την ημέρα επί 24 συναπτά έτη και κάπο ια στιγμή
 τα κατάφερα και έβγαλα λεφτά.  Πρέπει να ντρέπομαι;  Ούτε επιδοτήσεις για
 ανύπαρκτες καλλιέργειες πήρα ποτέ, ούτε καμμία απευθείας ανάθεση,  ούτε σε
 επιτροπή ή Δ.Σ. ή οργανισμό του δημοσίου ήμουν μέλος, ούτε προαγωγή πήρα
 μετά από τηλέφωνο πολιτικού προσώπου.  Ότι έκανα το έκανα μόνη μου.  Και
 τα Μanolo που φοράω μόνη μου τα πήρα.  Και κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω
 τους θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη χαρά της όταν έφερνε στο σπίτι το
 περίφημο κουτί από τοsalon sklia και τη περηφάνεια της όταν τα φόραγε  και
 μας έλεγε τι πέρασε στη ζωή της και πως τα κατάφερε να «προκόψει».

 Και δεν θέλω να ξαναβρώ παλιούς εχθρούς, θέλω μόνο νέους φίλους και
 συμμάχους για να πραγματοποιήσουμε το όνειρο μιας δίκαιης, αξιοκρατικής
 και προοδευτικής  κοινωνίας.  Δεν θέλω καμμιά νοσοκόμα να «συρθεί» στο
 σπίτι μου όταν αρρωστήσω.  Θέλ ω να υπάρχει ένα σύστημα υγείας που θα με
 περιθάλψει.  Αυτό πληρώνω άλλωστε με το μισό του εισοδήματός μου.  Δεν
 πληρώνω για να τρώνε τα λαμόγια των νοσοκομείων και οι φαρμακευτικές
 εταιρείες.

 Και δεν θέλω να ράβω μόνη μου τα ρούχα μου, γιατί δεν προλαβαίνω και γιατί
 δεν καταλαβαίνω το λόγο που πρέπει να σπρώξω στην ανεργία μια μοδίστρα.

 Και δεν θέλω στη βεράντα μου να φυτέψω ζαρζαβατικά ( στο ρετιρέ του ο κος
 Ξανθούλης ας το κάνει ), μου αρέσουν οι γαζίες μου και οι μυρτιές μου και
 οι δάφνες μου.  Και μου αρέσει και ο μανάβης της γειτονιάς μου.  Και
 μάλιστα πολύ.  Γιατί αντί να δώσει το ιδιόκτητο μαγαζί γωνία που έχει στο
 κέντρο της Αθήνας για να γίνει Everest ή Γερμανός, έχει το πείσμα, το
 κουράγιο και τη τρέλλα να επιμένει να πουλάει τη πραμάτεια του υπό τους
 ήχους κλασσικής μουσικής.

 Και φυσικά δεν θέλω να χρησιμιποιήσω βέργες για να σωφρονίσω τη κόρη μου.
 Η κόρη μου με κάνει περήφανη και μου δίνει τη δυνατότητα να ονειρεύομαι
 μια καλύτερη πατρίδα.

 Μια πατρίδα που οι αγρότες της δεν τρώνε επιδοτήσεις και αποζημιώσεις στα
 μπουζουκομάγαζα, οι πολιτικοί της είναι και ηθικοί και νόμιμοι, η άρχουσα
 τάξη της δεν αποτελείται από λαμόγια και απατεώνες, ψευτοκουλτουριάδες και
 δήθεν διανοούμενους που συναναστρέφονται με κλέφτες πολιτικούς.

 Μια πατρίδα με ανθρώπους σα τη γιαγιά μου και τη κόρη μου, εμένα και τους
 φίλους μου και όλους αυτούς που δεν συμμετείχαν στο πάρτυ.  Ε λοιπόν όχι
 δεν ήμασταν εκεί όταν τρώγανε, όταν έχτιζαν βίλλες ή αγόραζαν καγιέν.
 Ούτε τώρα είμαστε με αυτούς που κρύβουν τις πισίνες τους, φυγαδεύουν τα
 λεφτά τους στο εξωτερικό και αγοράζουν ακίνητα όσο-όσο στο Λονδίνο.

 Και ναι προερχόμαστε από το Μεγαλέξανδρο, το Μιλτιάδη, τον Αριστείδη, τον
 Αλκιβ ιάδη.  Αλλά και από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο.  Το Σοφοκλή και τον
 Αριστοφάνη.  Και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα εποχές που σε
 μπαγλάρωναν για ψύλλου πήδημα.

 Και ναι μου αρέσει το ελαιόλαδο, η κορινθιακή σταφίδα, ο χαλβάς φαρσάλων,
 τα εσπεριδοειδή, οι σαρδέλες και τα ραδίκια.  Η φτώχεια όμως όχι.  Δεν θα
 πάρω.

 Να δοκιμάσετε χωρίς εμένα!